Πελασγική

Πελασγική
Πελασγικός
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Κραννών — I Αρχαία πόλη της Θεσσαλίας, στα ΝΔ της Λάρισας. Σύμφωνα με τις άμεσες και έμμεσες πληροφορίες των ιστορικών και των περιηγητών, εικάζεται ότι ήταν η σπουδαιότερη πόλη σε πλούτο και δύναμη ύστερα από τη Λάρισα, στην περιοχή της Πελασγιώτιδας.… …   Dictionary of Greek

  • Μαγνησίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (2.636 τ. χλμ., 206.995 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, που ωστόσο δεν συμπίπτει εντελώς με τα όρια της περιοχής της αρχαίας Μαγνησίας. Ο σημερινός ν.Μ. συνορεύει στα Β και στα Δ με τον νομό Λαρίσης, στα Ν με τον νομό… …   Dictionary of Greek

  • Παγασές — Σημαντική πόλη της αρχαίας Πελασγιώτιδας. Τα ερείπιά της βρίσκονται κοντά στα ερείπια της αρχαίας Δημητριάδας, στην αρχή της εθνικής οδού Βόλου Αθήνας. Οι Π. ήταν επίνειο των αρχαίων Φερών (σημ. Βελεστίνο) και μαζί με την Ιωλκό και την Άλο… …   Dictionary of Greek

  • Πελασγοί — Προελληνικό φύλο ινδοευρωπαϊκής καταγωγής. Για τη φυσιογνωμία των Π. διατυπώθηκαν πάρα πολλές θεωρίες, μία μάλιστα από αυτές είναι αρνητική. Δεν παραδέχεται δηλαδή την ύπαρξη ιδιαίτερης φυλής με το όνομα αυτό και θεωρεί πως ο χαρακτηρισμός… …   Dictionary of Greek

  • Πελασγίς — ίδος και Πελασγιάς, άδος, ή, Α 1. Πελασγική 2. προσωνυμία τής Ήρας, στη Σάμο και στη Θεσσαλία, καθώς και τής Δήμητρος στο Άργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πελασγός + επίθημα ίς, ίδος] …   Dictionary of Greek

  • κάρια — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας. Βρίσκεται απέναντι από τη Σάμο, την Πάτμο, την Κάλυμνο, την Κω, τη Νίσυρο, την Τήλο, τη Σύμη και τη Ρόδο. Στα Β ορίζεται από τη Λυδία, με φυσικό σύνορο τον ποταμό Μαίανδρο, και στα Α από… …   Dictionary of Greek

  • καρία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας. Βρίσκεται απέναντι από τη Σάμο, την Πάτμο, την Κάλυμνο, την Κω, τη Νίσυρο, την Τήλο, τη Σύμη και τη Ρόδο. Στα Β ορίζεται από τη Λυδία, με φυσικό σύνορο τον ποταμό Μαίανδρο, και στα Α από… …   Dictionary of Greek

  • καριά — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας. Βρίσκεται απέναντι από τη Σάμο, την Πάτμο, την Κάλυμνο, την Κω, τη Νίσυρο, την Τήλο, τη Σύμη και τη Ρόδο. Στα Β ορίζεται από τη Λυδία, με φυσικό σύνορο τον ποταμό Μαίανδρο, και στα Α από… …   Dictionary of Greek

  • νόθος — α, ο, θηλ. και η και ος (ΑΜ νόθος, η, ον, Α θηλ. και ος) 1. αυτός που γεννήθηκε από μη νόμιμο γάμο 2. κίβδηλος, πλαστός, παραποιημένος, μη γνήσιος (α. «νόθο βάρος» β. «οὐ δεῑ πολίτας παρεμβάλλειν νόθῃ παιδείᾳ πεπαιδευμένους», Πλάτ.) 3. (για… …   Dictionary of Greek

  • πελασγικός — ή, ό / Πελασγικός, ή, όν, ΝΑ [Πελασγός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Πελασγούς («πελασγική γλώσσα») 2. φρ. «Πελασγικό(ν) Άργος» αρχαία ονομασία τής πεδινής Θεσσαλίας νεοελλ. αυτός που κατασκευάστηκε από τους Πελασγούς («πελασγικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”